20 Ιανουαρίου 2014

Κι ομως, η Άμυνα μπορει να αποδειχθει «μοχλος» της αναπτυξης…


Στην παρούσα ανάλυση θα εξετάσουμε ένα υποθετικό σενάριο εργασίας, στο οποίο θα χρησιμοποιήσουμε την Άμυνα σαν πυρήνα, ή αν θέλετε σαν αφορμή, για μια σειρά κινήσεων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν θετικά την πορεία της Ελλάδας σε βραχυχρόνιο και μακροχρόνιο επίπεδο.

Θα θέσουμε κάποιους γενικούς στόχους και θα εξετάσουμε μια σειρά από δράσεις που θα μπορούσαν να γίνουν, πάντα με κύριο γνώμονα και άξονα την άμυνα, οι οποίες όμως θα έχουν γενικότερο και ευρύτερο θετικό αντίκτυπο στην αξιοποίηση των επενδυθέντων κονδυλίων.

Προφανώς, όσο θετικό αντίκτυπο και να έχουν οι δράσεις που θα δούμε στην συνέχεια αυτής της ανάλυσης, δεν είναι αρκετές από μόνες τους για να καλύψουν τα πάντα. Χρειάζονται και άλλες ενέργειες σε βασικούς τομείς της Οικονομίας (Φορολογικό, Δημόσια Διοίκηση, κ.λπ.) οι οποίες θα μπορούσαν να εξεταστούν σε άλλες αναλύσεις.

Θα επικεντρωθούμε όμως στην Άμυνα, γιατί είναι ένας χώρος ιδιαίτερος, με κατά κανόνα παθητικό ρόλο ως προς την Οικονομία και την Ανάπτυξη, αλλά παράλληλα υψίστης σημασίας και αναγκαιότητας για την Ελλάδα.

Επιπροσθέτως, η Άμυνα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και έχει έναν ιδιαίτερα μεγάλο όγκο αναγκών. Αυτό την καθιστά αυτόματα κύριο κόμβο στην οικονομική δραστηριότητα μιας χώρας με αποτέλεσμα να μπορεί να αποτελέσει έναν πυρήνα για ασύμμετρες κινήσεις που θα καλύπτουν πολλούς τομείς της Οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα.

Δυστυχώς, στις μέρες μας έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε την άμυνα σαν ένα αναγκαίο κακό. Έναν βραχνά που πρέπει να συντηρούμε για την κακιά στιγμή που όλοι ευχόμαστε να μην έρθει ποτέ.

Είναι γεγονός ότι ο πόλεμος είναι κάτι που κανένας άνθρωπος με στοιχειώδη σωφροσύνη δεν θα ευχόταν. Είναι επίσης αλήθεια, ότι η άμυνα είναι ένας κατά κανόνα παθητικός τομέας που καταναλώνει χρήματα για κάτι που όλοι μας απευχόμαστε.

Άσχετα όμως με το τι θα θέλαμε και το τι ευχόμαστε, θα πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και για αυτό θα ήταν παράλογο και αυτοκαταστροφικό να μη λαμβάνουμε την άμυνά μας πολύ σοβαρά. Ιδίως όταν μιλάμε για μια χώρα σαν την Ελλάδα, που καλώς ή κακώς βρίσκεται σε μια πολύ περίεργη «γειτονιά» και αντιμετωπίζει ανοιχτές και πραγματικές απειλές.

Ο λαός λέει ότι όταν δεν μπορείς να αποφύγεις κάτι τότε, καλύτερα να το απολαύσεις. Και στόχος της ανάλυσης μας θα είναι να δούμε το πως ένα παθητικό σύστημα όπως η άμυνα, μπορεί με τις κατάλληλες κινήσεις να μετατραπεί σε άξονα προόδου και ανάπτυξης.

Το κόστος της άμυνας

Σε μια συζήτηση πρόσφατα με φίλο από τον Φιλελεύθερο χώρο, βρέθηκα μπροστά σε ένα επιχείρημα που αναφέρεται πολύ από όσους βλέπουν την άμυνα σαν κάτι δευτερεύον, άρα και κύριο στόχο για περικοπές. Και είναι γεγονός ότι μια πολύ μεγάλη μερίδα κόσμου είναι της άποψης ότι αφού κόψαμε ό,τι μπορούσαμε από τα εξοπλιστικά, τώρα πρέπει να δούμε πως θα μειώσουμε και τα υπόλοιπα. Το επιχείρημα λοιπόν ήταν το κάτωθι:

«Ως ποσοστό % του ΑΕΠ η Ελλάδα δαπανούσε και δαπανά τα ίδια περίπου με την Αγγλία, μία πυρηνική υπερδύναμη με ουσιαστική και μακροχρόνια συμμετοχή σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Εντούτοις, η τελευταία δαπανά λιγότερο από 40% σε δαπάνες προσωπικού (μισθοί, συντάξεις κ.λπ.) με σύνολο στρατιωτικού προσωπικού περίπου 185.000 άτομα.

Η Ελλάδα, αντίθετα, πλησίασε πριν από την κρίση (αλλά εν καιρώ ειρήνης) ακόμα και το 80% (!) με αντίστοιχο σύνολο προσωπικού περίπου 115.000 άτομα. Αγγλικές και ξένες εταιρείες, όλες ιδιωτικές, επενδύουν σε αγγλικό έδαφος χάριν σε εθνικά και διακρατικά προγράμματα Ε&Τ και ανάπτυξης συστημάτων και με πλήρες outsourcing της συντήρησης / τεχνικής υποστήριξης στον ιδιωτικό τομέα (της τάξης του 1 δις €/χρόνο).

Συμπέρασμα, θα πρέπει να έχουμε ένα μικρότερο και πιο καλά εξοπλισμένο στράτευμα που να βασίζεται κατά πολύ στον ιδιωτικό τομέα για πολλές από τις ανάγκες του.»



Απόλυτα λογικό θα έλεγαν πολλοί από τη στιγμή που έχουμε μάθει τα τελευταία χρόνια να εμπιστευόμαστε πάρα πολύ τη στατιστική σαν εργαλείο πρόβλεψης του τι πρέπει να κάνουμε. Δεν θα φέρω αντίρρηση σε αυτό, αλλά δεν μπορώ και σαν μηχανικός να μην επισημάνω ότι η στατιστική είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο που όμως μπορεί ακόμα και με σωστά δεδομένα να μας οδηγήσει σε πολύ λάθος συμπεράσματα.

Το λέω αυτό γιατί παρότι τα παραπάνω δεδομένα είναι σωστά, λείπει μια μικρή αλλά πολύ σημαντική λεπτομέρεια που αλλάζει κατά πολύ το συμπέρασμα. Το ΑΕΠ της Βρετανίας είναι σχεδόν δεκαπλάσιο του δικού μας με αποτέλεσμα το δικό μας 2,5% του ΑΕΠ να αντιστοιχεί σε 6,5 δις και το Αγγλικό 2,5% του ΑΕΠ σε πάνω από 61 δις. Αντίστοιχα, το μισθολογικό κόστους του 80% για εμάς είναι περίπου στα 5 δις ενώ το 40% της Βρετανίας είναι κοντά στα 25 δις.

Συνεπώς, αν υπάρχει ένα συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει κάποιος με ασφάλεια από τα παραπάνω, αυτό είναι ότι το προσωπικό των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων αμείβεται 3 με 4 φορές καλύτερα από το ελληνικό.

Επίσης, ότι το κόστος ενός επαγγελματικού στρατού όπως της Βρετανίας είναι εξωπραγματικό για τα δικά μας δεδομένα, καθώς και ότι σε ποσοστό επί των πραγματικών αριθμών το outsourcing της συντήρησης δεν είναι και τόσο μεγάλο όσο ακούγεται (1 δις σε προϋπολογισμό 61 δις από τα οποία τα 25 είναι για μισθούς και τα υπόλοιπα για εξοπλισμούς και συντήρηση).

Όμως, το όλο παράδειγμα της Βρετανίας είναι μάλλον ατυχές για την περίπτωση μας, καθότι μιλάμε για δύο χώρες με πολύ διαφορετικά πληθυσμιακά, οικονομικά, αλλά και επιχειρησιακά στοιχεία. Η Βρετανία χρησιμοποιεί την άμυνα της για προβολή των συμφερόντων της και για εξωτερική πολιτική, ενώ η Ελλάδα βιώνει μια άμεση και καθαρή απειλή επί των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.



Αν θέλουμε πραγματικά να βρούμε άλλες χώρες για να κάνουμε συγκρίσεις με εμάς και να πάρουμε παραδείγματα, τότε θα πρέπει να δούμε χώρες με ανάλογα μεγέθη με τα δικά μας και ανάλογο προφίλ απειλών και αναγκών. Ευτυχώς για εμάς, υπάρχει ένα τέτοιο κοντινό παράδειγμα και μάλιστα πολύ επιτυχημένο ως προς την Άμυνα. Το Ισραήλ.

Το Ισραήλ είναι μια χώρα με πληθυσμό κοντά στο 8 εκατομμύρια, ένα ΑΕΠ στα ίδια επίπεδα με το δικό μας πλέον (και είναι σημαντικό αυτό το πλέον όπως θα δούμε στην συνέχεια) και με έναεπίπεδο απειλής ανάλογο με το δικό μας, καθώς όλες οι γειτονικές του χώρες είναι εχθρικές προς αυτό. Πριν κάποια χρόνια το επίπεδο απειλής που είχε να αντιμετωπίσει το Ισραήλ ήταν σαφώς μεγαλύτερο του δικού μας, αλλά αυτό μάλλον έχει αλλάξει στις μέρες μας με δεδομένο ότι όλες οι γειτονικές χώρες του Ισραήλ μαζί, δεν είναι στο επίπεδο που βρίσκεται σήμερα η Τουρκία, η κύρια απειλή της Ελλάδας.

Το πώς και το γιατί η μέχρι τώρα στάση του Ισραήλ οδήγησε στην μείωση της απειλής για αυτό, ενώ η αντίστοιχή της Ελλάδας είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, θα άξιζε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας άλλης ανάλυσης, για αυτό το λόγο δεν θα το εξετάσουμε. Προς το παρόν δεν θα ασχοληθούμε με το πολιτικό, αλλά μόνο με το οικονομικό και επιχειρησιακό κομμάτι και με βάση τα παραπάνω στοιχεία μπορούμε να έχουμε μια καλή βάση για σύγκριση και παραδειγματισμό.

Βλέπουμε λοιπόν ότι αντιθέτως με εμάς το Ισραήλ ξοδεύει για την άμυνα του ποσά κοντά στο 7% του ΑΕΠ του, δηλαδή υπερδιπλάσια των δικών μας (γύρω στα 14 δις).

Βλέπουμε επίσης, ότι και το Ισραήλ, όπως κι εμείς, δεν έχει κινηθεί στην πορεία ενός μικρού και επαγγελματικού στρατού, αλλά στην εμπλοκή όλων των πολιτών του σε αυτή. Το κάνει μάλιστα έχοντας εκτός από υποχρεωτική θητεία και μια μακρά και ενεργή εφεδρεία και εμπλέκοντας ακόμα και τις γυναίκες, μιας και οι πληθυσμιακές του ανάγκες είναι σαφώς μεγαλύτερες των δικών μας.

Τέλος, βλέπουμε ότι διατηρεί μια πολύ ισχυρή αμυντική βιομηχανία η οποία μάλιστα κατάφερε όχι μόνο να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του, αλλά να αποτελεί και μια από τις ισχυρότερες αμυντικές βιομηχανίες σε παγκόσμιο επίπεδο με πλήθος εξαγωγών.

Το σημαντικότερο όμως που μπορούμε να παρατηρήσουμε στην σύγκριση μας αυτή είναι, ότι όπως είπαμε και πιο πριν, τα ΑΕΠ των δύο χωρών συναντήθηκαν σε μέγεθος πρόσφατα, με το ελληνικό να συρρικνώνεται κατά 25% και το Ισραηλινό να έχει μια σταθερή ανοδική πορεία.

Αυτό μας λέει πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι οι δαπάνες για την άμυνα και η ανάγκη διατήρησης ενός μεγάλου και δαπανηρού στρατεύματος, δεν είναι σε αντίθεση ούτε αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Αντιθέτως, μπορούν να συνυπάρχουν και μάλιστα να τρέφουν και να συντηρούν το ένα το άλλο.

Αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να επιδιώξουμε και εμείς και θα επιδιώξουμε να το καταδείξουμε στα αμέσως επόμενα σημειώματα.


Πάνος Μητρονίκας
Ηλ. Μηχανικός Η/Υ & Αυτοματισμού
Μέλος του Π.Σ. των Δημοκρατικών
http://www.dimokratikoi.gr/


defence-point.gr

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου